χερόγραφον

χερόγραφον
τὸ, Α
βλ. χειρόγραφο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • χειρόγραφο — Κείμενο γραμμένο με το χέρι, συνήθως με αντιδιαστολή προς το έντυπο κείμενο. Στην παλαιογραφία ο όρος δηλώνει το γραμμένο με το χέρι βιβλίο, που ήταν κυρίως σε χρήση κατά την όψιμη αρχαιότητα και κατά τον Μεσαίωνα, δηλαδή πριν από την εφεύρεση… …   Dictionary of Greek

  • χειρόγραφος — η, ο / χειρόγραφος, ον, ΝΜΑ, και τ. ουδ. χερόγραφον Α 1. γραμμένος με το χέρι, σε αντιδιαστολή προς τον προφορικό 2. το ουδ. ως ουσ. το χειρόγραφο(ν) οποιοδήποτε κείμενο γραμμένο με το χέρι (α. «το χειρόγραφο τού άρθρου του δόθηκε για… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”